Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζορεύω — [ζόρι] ζορίζω* … Dictionary of Greek
ζόρεμα — το [ζορεύω] ζόρισμα, ζόρι, αναγκασμός, πίεση … Dictionary of Greek